- ἀποκτείνας
- ἀποκτείνᾱς , ἀποκτείνωkillaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
STELLIO — Hebr. schemamith. Proverb. c. 30. v. 28. Graece καλαβώτης, et ἀσκαλαβώτης, ad verbum ἀςτερίας, quod notis quibusdam, velut stellis, variatus, e lacertarum genere, pusillum animal et valde sollers est, in muscis praesertim et araneis venandis.… … Hofmann J. Lexicon universale
αυθεντία — η (AM αὐθεντία) [αυθέντης] νεοελλ. 1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης 2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός μσν. 1. το αξίωμα του «αυθέντου» 2. η τάξη των αρχόντων 3. η περιοχή στην… … Dictionary of Greek
αφεντιά — η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία) εξουσία, κυριαρχία μσν. νεοελλ. 1. κρατική εξουσία 2. δικαστική εξουσία 3. ιδιοκτησία 4. κυριότητα 5. φυλακή νεοελλ. 1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων 2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων 3. (με τη γεν.… … Dictionary of Greek